κακόμετρος

κακόμετρος
κακόμετρος
in bad metre
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακόμετρος — κακόμετρος, ον (Α) 1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο 2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό μετρος, ομοιό μετρος] …   Dictionary of Greek

  • κακόμετρον — κακόμετρος in bad metre masc/fem acc sg κακόμετρος in bad metre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομέτροις — κακόμετρος in bad metre masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομέτρους — κακόμετρος in bad metre masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόμετρα — κακόμετρος in bad metre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόμετροι — κακόμετρος in bad metre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομετρία — κακομετρία, ἡ (Α) [κακόμετρος] 1. πάπ. ελλιπές, μέτρο βάρους 2. (μετρική) εσφαλμένο μέτρο στίχου …   Dictionary of Greek

  • κακομετρώ — άω (Α κακομετρῶ, έω) [κακόμετρος] (μτβ. και αμτβ.) μετρώ εσφαλμένα, κάνω κακή, εσφαλμένη μέτρηση ή απαρίθμηση, εξαπατώ κάποιον στο μέτρημα …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”